κολλογόνος

κολλογόνος
ος, ο[ν] дающий коллоидное вещество

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "κολλογόνος" в других словарях:

  • κολλογόνος — ο κολλαγόνος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόλλα + γόνος (< γίγνομαι), πρβλ. δακρυ γόνος, ζωο γόνος] …   Dictionary of Greek

  • κολλαγόνος — και κολλογόνος, ο, θηλ. και α 1. αυτός που παράγει ή περιέχει κολλώδη ύλη 2. το ουδ. ως ουσ. το κολλαγόνο (βιοχ.) πρωτεΐνη η οποία αποτελεί συστατικό τών λευκωπών, μάλλον μη ελαστικών, ινών μεγάλης εκτατικής αντοχής, που βρίσκονται στους τένοντες …   Dictionary of Greek

  • κόλλα — Γενική ονομασία για οποιαδήποτε ουσία έχει την ιδιότητα να προσκολλάται σε διάφορα αντικείμενα και να τα συγκρατεί με σταθερό τρόπο· ο όρος αναφέρεται, κυρίως, σε εκείνες τις ουσίες που προέρχονται από οργανικές ενώσεις, και συγκεκριμένα από… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»